φιούμπα — και φλιούμπα, η, Ν πόρπη υποδήματος, αγκράφα … Dictionary of Greek
φιούμπα — φιούμπα, η και φλιούμπα, η (λ. ιταλ.), είδος πόρπης υποδήματος, αγκράφα, τοκάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)